Ἑβραικόν

Ἑβραικόν
Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός
a Hebrew
masc acc sg
Ἑβραϊκόν , Ἑβραικός
a Hebrew
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τζαννέτος, Ιωάννης — Πολιτικός και λόγιος του 18ου αι. Διετέλεσε μαθητής του Κύριλλου, μοναχού που έγραψε την Εισαγωγή εις το εβραϊκόν ιδίωμα (Τζένοβα 1758). Είχε τον τίτλο του λογοθέτη και μεγάλου κλωτζάρη της Ουγγροβλαχίας, που του δόθηκε από τον ηγεμόνα Ιωάννη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”